- κυβικούς
- κυβικόςcubicmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αργυρίτης — Μετάλλευμα αργύρου, ορυκτό του θειούχου αργύρου. Κρυσταλλώνεται σε κυβικούς κρυστάλλους. Λιώνει εύκολα και διαλύεται στο νιτρικό οξύ. * * * ο (Α ἀργυρίτης,ο κ. ἀργυρῑτις, ιτιδος, η) η άμμος ή το χώμα που περιέχουν άργυρο νεοελλ. φυσικός θειούχος… … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Ότο — (Otto Wagner, Βιέννη 1841 – 1918). Αυστριακός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Δάσκαλος της σχολής της Βιέννης, από την οποία προήλθαν οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες του νέου ρυθμού (art nouveau, jugendstil) Χόφμαν, Όλμπριχ, Μόζερ. Το έργο του και,… … Dictionary of Greek